περιττεύω

περιττεύω
αμετ. быть лишним, ненужным, бесполезным;

η παραπέρα ανάμιξη σου στην υπόθεση αυτή περιττεύει — твоё дальнейшее вмешательство в это дело совершенно излишне;

όπου μιλούν τα πράγματα τα λόγια περιττεύουν — когда говорят факты — слова излишни


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "περιττεύω" в других словарях:

  • περιττεύω — βλ. πίν. 19 (μόνο στον ενεστ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • περιττεύω — βλ. περισσεύω …   Dictionary of Greek

  • περιττεύω — είμαι περιττός, περίσσιος, πλεονάζω, δε χρειάζομαι: Περιττεύει η παραπέρα εξέταση του θέματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περισσεύω — και περιττεύω ΝΜΑ και περ(ι)σσεύγω και περσεύω Ν [περισσός / περιττός] 1. πλεονάζω, ξεπερνώ τον απαιτούμενο ή τον κανονικό αριθμό, μένω ως υπόλοιπο («μύριοί εἰσιν τὸν ἀριθμόν, εἷς δὲ περισσεύει», Ησίοδ.) 2. είμαι υπερεπαρκής, αφθονώ, έχω… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»